- λαμπροφωνότατος
- λαμπρόφωνοςclear-voicedmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπρόφωνος — η, ο (Α λαμπρόφωνος, ον) αυτός που έχει λαμπρή, δυνατή φωνή («ἐν τούτοις λαμπροφωνότατος, μνημονικώτατος, ὑποκριτής ἄριστος», Δημοσθ.) νεοελλ. αυτός που έχει γλυκιά φωνή, καλλίφωνος … Dictionary of Greek